Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κακόπαθος
κακοπάρθενος
κακοπατρίδης
κακόπατρις
κακοπερίπατος
κακοπέτης
κακόπηρος
κακοπινής
κακοπιστοτέρως
κακόπλαστος
κακοπλοέω
κακόπλοος
κακόπνοια
κακόπνοος
κακοποιέω
κακοποιητικός
κακοποιΐα
κακοποιός
κακοπολιτεία
κακοπονητικός
κακόποτμος
View word page
κακοπλοέω
sail badly

ShortDef

sail badly

Debugging

Headword:
κακοπλοέω
Headword (normalized):
κακοπλοέω
Headword (normalized/stripped):
κακοπλοεω
IDX:
44242
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44243
Key:

Data

{'content': 'sail badly'}