Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κακοπαθέω
κακοπαθής
κακοπαθητικός
κακόπαθος
κακοπάρθενος
κακοπατρίδης
κακόπατρις
κακοπερίπατος
κακοπέτης
κακόπηρος
κακοπινής
κακοπιστοτέρως
κακόπλαστος
κακοπλοέω
κακόπλοος
κακόπνοια
κακόπνοος
κακοποιέω
κακοποιητικός
κακοποιΐα
κακοποιός
View word page
κακοπινής
exceeding filthy, loathsome

ShortDef

exceeding filthy, loathsome

Debugging

Headword:
κακοπινής
Headword (normalized):
κακοπινής
Headword (normalized/stripped):
κακοπινης
IDX:
44239
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44240
Key:

Data

{'content': 'exceeding filthy, loathsome'}