Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμβλωπός
ἀμβλώσιμος
ἄμβλωσις
ἀμβλώσκω
ἀμβλωτήριον
ἀμβλωτικός
ἀμβοειδής
ἄμβολα
ἀμβολά
ἀμβολάδαν
ἀμβολάδην
ἀμβολαδίς
ἀμβολάς
ἀμβολιεργός
ἀμβολίη
ἀμβόλιμος
Ἀμβολογήρα
Ἀμβρακία
Ἀμβρακίδες
Ἀμβρακιώτης
ἀμβροσία
View word page
ἀμβολάδην
bubbling up

ShortDef

bubbling up

Debugging

Headword:
ἀμβολάδην
Headword (normalized):
ἀμβολάδην
Headword (normalized/stripped):
αμβολαδην
IDX:
4423
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4424
Key:

Data

{'content': 'bubbling up'}