Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κακοξύνετος
κακοοινία
κακοπάθεια
κακοπαθέω
κακοπαθής
κακοπαθητικός
κακόπαθος
κακοπάρθενος
κακοπατρίδης
κακόπατρις
κακοπερίπατος
κακοπέτης
κακόπηρος
κακοπινής
κακοπιστοτέρως
κακόπλαστος
κακοπλοέω
κακόπλοος
κακόπνοια
κακόπνοος
κακοποιέω
View word page
κακοπερίπατος
walking ill

ShortDef

walking ill

Debugging

Headword:
κακοπερίπατος
Headword (normalized):
κακοπερίπατος
Headword (normalized/stripped):
κακοπεριπατος
IDX:
44236
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44237
Key:

Data

{'content': 'walking ill'}