Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κακόξενος
κακοξύνετος
κακοοινία
κακοπάθεια
κακοπαθέω
κακοπαθής
κακοπαθητικός
κακόπαθος
κακοπάρθενος
κακοπατρίδης
κακόπατρις
κακοπερίπατος
κακοπέτης
κακόπηρος
κακοπινής
κακοπιστοτέρως
κακόπλαστος
κακοπλοέω
κακόπλοος
κακόπνοια
κακόπνοος
View word page
κακόπατρις
having a mean father, low-born
ShortDef
having a mean father, low-born
Debugging
Headword:
κακόπατρις
Headword (normalized):
κακόπατρις
Headword (normalized/stripped):
κακοπατρις
IDX:
44235
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44236
Key:
Data
{'content': 'having a mean father, low-born'}