Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κακόνυμφος
κακόνωτος
κακόξεινος
κακοξενία
κακόξενος
κακοξύνετος
κακοοινία
κακοπάθεια
κακοπαθέω
κακοπαθής
κακοπαθητικός
κακόπαθος
κακοπάρθενος
κακοπατρίδης
κακόπατρις
κακοπερίπατος
κακοπέτης
κακόπηρος
κακοπινής
κακοπιστοτέρως
κακόπλαστος
View word page
κακοπαθητικός
miserable
ShortDef
miserable
Debugging
Headword:
κακοπαθητικός
Headword (normalized):
κακοπαθητικός
Headword (normalized/stripped):
κακοπαθητικος
IDX:
44231
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44232
Key:
Data
{'content': 'miserable'}