Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κακόνοος
κακονύμφιον
κακόνυμφος
κακόνωτος
κακόξεινος
κακοξενία
κακόξενος
κακοξύνετος
κακοοινία
κακοπάθεια
κακοπαθέω
κακοπαθής
κακοπαθητικός
κακόπαθος
κακοπάρθενος
κακοπατρίδης
κακόπατρις
κακοπερίπατος
κακοπέτης
κακόπηρος
κακοπινής
View word page
κακοπαθέω
to suffer ill, to be in ill plight, be in distress
ShortDef
to suffer ill, to be in ill plight, be in distress
Debugging
Headword:
κακοπαθέω
Headword (normalized):
κακοπαθέω
Headword (normalized/stripped):
κακοπαθεω
IDX:
44229
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44230
Key:
Data
{'content': 'to suffer ill, to be in ill plight, be in distress'}