Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κακόνομος
κακόνοος
κακονύμφιον
κακόνυμφος
κακόνωτος
κακόξεινος
κακοξενία
κακόξενος
κακοξύνετος
κακοοινία
κακοπάθεια
κακοπαθέω
κακοπαθής
κακοπαθητικός
κακόπαθος
κακοπάρθενος
κακοπατρίδης
κακόπατρις
κακοπερίπατος
κακοπέτης
κακόπηρος
View word page
κακοπάθεια
ill plight, distress

ShortDef

ill plight, distress

Debugging

Headword:
κακοπάθεια
Headword (normalized):
κακοπάθεια
Headword (normalized/stripped):
κακοπαθεια
IDX:
44228
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44229
Key:

Data

{'content': 'ill plight, distress'}