Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κακομουσία
κακόμουσος
κακόμοχθος
κακονοέω
κακόνοια
κακονομέομαι
κακονομία
κακόνομος
κακόνοος
κακονύμφιον
κακόνυμφος
κακόνωτος
κακόξεινος
κακοξενία
κακόξενος
κακοξύνετος
κακοοινία
κακοπάθεια
κακοπαθέω
κακοπαθής
κακοπαθητικός
View word page
κακόνυμφος
ill-married, of unhappy wedlock

ShortDef

ill-married, of unhappy wedlock

Debugging

Headword:
κακόνυμφος
Headword (normalized):
κακόνυμφος
Headword (normalized/stripped):
κακονυμφος
IDX:
44221
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44222
Key:

Data

{'content': 'ill-married, of unhappy wedlock'}