Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄμβλωμα
ἀμβλωπής
ἀμβλωπός
ἀμβλώσιμος
ἄμβλωσις
ἀμβλώσκω
ἀμβλωτήριον
ἀμβλωτικός
ἀμβοειδής
ἄμβολα
ἀμβολά
ἀμβολάδαν
ἀμβολάδην
ἀμβολαδίς
ἀμβολάς
ἀμβολιεργός
ἀμβολίη
ἀμβόλιμος
Ἀμβολογήρα
Ἀμβρακία
Ἀμβρακίδες
View word page
ἀμβολά
poet. > ἀναβολή

ShortDef

poet. > ἀναβολή

Debugging

Headword:
ἀμβολά
Headword (normalized):
ἀμβολά
Headword (normalized/stripped):
αμβολα
IDX:
4421
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4422
Key:

Data

{'content': 'poet. > ἀναβολή'}