Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κακομιλία
κακομίμητος
κακόμισθος
κακομοιρία
κακόμοιρος
κακομορφία
κακόμορφος
κακομουσία
κακόμουσος
κακόμοχθος
κακονοέω
κακόνοια
κακονομέομαι
κακονομία
κακόνομος
κακόνοος
κακονύμφιον
κακόνυμφος
κακόνωτος
κακόξεινος
κακοξενία
View word page
κακονοέω
to be ill-disposed, bear malice

ShortDef

to be ill-disposed, bear malice

Debugging

Headword:
κακονοέω
Headword (normalized):
κακονοέω
Headword (normalized/stripped):
κακονοεω
IDX:
44214
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44215
Key:

Data

{'content': 'to be ill-disposed, bear malice'}