Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κακομήτωρ
κακομηχανέω
κακομηχανία
κακομήχανος
κακομιλία
κακομίμητος
κακόμισθος
κακομοιρία
κακόμοιρος
κακομορφία
κακόμορφος
κακομουσία
κακόμουσος
κακόμοχθος
κακονοέω
κακόνοια
κακονομέομαι
κακονομία
κακόνομος
κακόνοος
κακονύμφιον
View word page
κακόμορφος
misshapen

ShortDef

misshapen

Debugging

Headword:
κακόμορφος
Headword (normalized):
κακόμορφος
Headword (normalized/stripped):
κακομορφος
IDX:
44210
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44211
Key:

Data

{'content': 'misshapen'}