Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κακομητίη
κακόμητις
κακομήτωρ
κακομηχανέω
κακομηχανία
κακομήχανος
κακομιλία
κακομίμητος
κακόμισθος
κακομοιρία
κακόμοιρος
κακομορφία
κακόμορφος
κακομουσία
κακόμουσος
κακόμοχθος
κακονοέω
κακόνοια
κακονομέομαι
κακονομία
κακόνομος
View word page
κακόμοιρος
ill-fated

ShortDef

ill-fated

Debugging

Headword:
κακόμοιρος
Headword (normalized):
κακόμοιρος
Headword (normalized/stripped):
κακομοιρος
IDX:
44208
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44209
Key:

Data

{'content': 'ill-fated'}