Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κακομανέω
κακόμαντις
κακομαχέω
κακομέλετος
κακομετρέω
κακομέτρητος
κακομετρία
κακόμετρος
κακομηδής
κακομητίη
κακόμητις
κακομήτωρ
κακομηχανέω
κακομηχανία
κακομήχανος
κακομιλία
κακομίμητος
κακόμισθος
κακομοιρία
κακόμοιρος
κακομορφία
View word page
κακόμητις
deceitful, cunning

ShortDef

deceitful, cunning

Debugging

Headword:
κακόμητις
Headword (normalized):
κακόμητις
Headword (normalized/stripped):
κακομητις
IDX:
44199
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44200
Key:

Data

{'content': 'deceitful, cunning'}