Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀγήρατος2
ἁγής
Ἀγήσανδρος
Ἀγησίλαος
ἁγησίχορος
ἀγησίχορος
ἁγητήρ
ἀγητός
Ἀγήτωρ
ἁγιάζω
ἁγίασμα
ἁγιασμός
ἁγιαστήριον
ἀγίγαρτος
ἁγίζω
ἀγινέω
ἁγιολόγος
ἁγιοποιέω
ἅγιος
ἁγιότης
Ἆγις
View word page
ἁγίασμα
holiness
ShortDef
holiness
Debugging
Headword:
ἁγίασμα
Headword (normalized):
ἁγίασμα
Headword (normalized/stripped):
αγιασμα
IDX:
441
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-442
Key:
Data
{'content': 'holiness'}