Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κακομαθής
κακομανέω
κακόμαντις
κακομαχέω
κακομέλετος
κακομετρέω
κακομέτρητος
κακομετρία
κακόμετρος
κακομηδής
κακομητίη
κακόμητις
κακομήτωρ
κακομηχανέω
κακομηχανία
κακομήχανος
κακομιλία
κακομίμητος
κακόμισθος
κακομοιρία
κακόμοιρος
View word page
κακομητίη
cunning

ShortDef

cunning

Debugging

Headword:
κακομητίη
Headword (normalized):
κακομητίη
Headword (normalized/stripped):
κακομητιη
IDX:
44198
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44199
Key:

Data

{'content': 'cunning'}