Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κακολόγος
κακομαθής
κακομανέω
κακόμαντις
κακομαχέω
κακομέλετος
κακομετρέω
κακομέτρητος
κακομετρία
κακόμετρος
κακομηδής
κακομητίη
κακόμητις
κακομήτωρ
κακομηχανέω
κακομηχανία
κακομήχανος
κακομιλία
κακομίμητος
κακόμισθος
κακομοιρία
View word page
κακομηδής
contriving ill, deceitful
ShortDef
contriving ill, deceitful
Debugging
Headword:
κακομηδής
Headword (normalized):
κακομηδής
Headword (normalized/stripped):
κακομηδης
IDX:
44197
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44198
Key:
Data
{'content': 'contriving ill, deceitful'}