Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κακολογικός
κακολόγος
κακομαθής
κακομανέω
κακόμαντις
κακομαχέω
κακομέλετος
κακομετρέω
κακομέτρητος
κακομετρία
κακόμετρος
κακομηδής
κακομητίη
κακόμητις
κακομήτωρ
κακομηχανέω
κακομηχανία
κακομήχανος
κακομιλία
κακομίμητος
κακόμισθος
View word page
κακόμετρος
in bad metre, unmetrical

ShortDef

in bad metre, unmetrical

Debugging

Headword:
κακόμετρος
Headword (normalized):
κακόμετρος
Headword (normalized/stripped):
κακομετρος
IDX:
44196
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44197
Key:

Data

{'content': 'in bad metre, unmetrical'}