Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κακολογία
κακολογικός
κακολόγος
κακομαθής
κακομανέω
κακόμαντις
κακομαχέω
κακομέλετος
κακομετρέω
κακομέτρητος
κακομετρία
κακόμετρος
κακομηδής
κακομητίη
κακόμητις
κακομήτωρ
κακομηχανέω
κακομηχανία
κακομήχανος
κακομιλία
κακομίμητος
View word page
κακομετρία
short measure

ShortDef

short measure

Debugging

Headword:
κακομετρία
Headword (normalized):
κακομετρία
Headword (normalized/stripped):
κακομετρια
IDX:
44195
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44196
Key:

Data

{'content': 'short measure'}