Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κακόκρατος
κακοκρισία
κακολογέω
κακολογία
κακολογικός
κακολόγος
κακομαθής
κακομανέω
κακόμαντις
κακομαχέω
κακομέλετος
κακομετρέω
κακομέτρητος
κακομετρία
κακόμετρος
κακομηδής
κακομητίη
κακόμητις
κακομήτωρ
κακομηχανέω
κακομηχανία
View word page
κακομέλετος
busied with evil

ShortDef

busied with evil

Debugging

Headword:
κακομέλετος
Headword (normalized):
κακομέλετος
Headword (normalized/stripped):
κακομελετος
IDX:
44192
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44193
Key:

Data

{'content': 'busied with evil'}