Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κακόκνημος
κακόκρατος
κακοκρισία
κακολογέω
κακολογία
κακολογικός
κακολόγος
κακομαθής
κακομανέω
κακόμαντις
κακομαχέω
κακομέλετος
κακομετρέω
κακομέτρητος
κακομετρία
κακόμετρος
κακομηδής
κακομητίη
κακόμητις
κακομήτωρ
κακομηχανέω
View word page
κακομαχέω
to behave ill in fight

ShortDef

to behave ill in fight

Debugging

Headword:
κακομαχέω
Headword (normalized):
κακομαχέω
Headword (normalized/stripped):
κακομαχεω
IDX:
44191
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44192
Key:

Data

{'content': 'to behave ill in fight'}