Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμβλυώσσω
ἀμβλωθρίδιον
ἀμβλωθρίδιος
ἄμβλωμα
ἀμβλωπής
ἀμβλωπός
ἀμβλώσιμος
ἄμβλωσις
ἀμβλώσκω
ἀμβλωτήριον
ἀμβλωτικός
ἀμβοειδής
ἄμβολα
ἀμβολά
ἀμβολάδαν
ἀμβολάδην
ἀμβολαδίς
ἀμβολάς
ἀμβολιεργός
ἀμβολίη
ἀμβόλιμος
View word page
ἀμβλωτικός
producing abortion

ShortDef

producing abortion

Debugging

Headword:
ἀμβλωτικός
Headword (normalized):
ἀμβλωτικός
Headword (normalized/stripped):
αμβλωτικος
IDX:
4418
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4419
Key:

Data

{'content': 'producing abortion'}