Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κακοκαρπία
κακοκέρδεια
κακοκερδής
κακοκλεής
κακόκνημος
κακόκρατος
κακοκρισία
κακολογέω
κακολογία
κακολογικός
κακολόγος
κακομαθής
κακομανέω
κακόμαντις
κακομαχέω
κακομέλετος
κακομετρέω
κακομέτρητος
κακομετρία
κακόμετρος
κακομηδής
View word page
κακολόγος
evil-speaking

ShortDef

evil-speaking

Debugging

Headword:
κακολόγος
Headword (normalized):
κακολόγος
Headword (normalized/stripped):
κακολογος
IDX:
44187
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44188
Key:

Data

{'content': 'evil-speaking'}