Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κακοίλιος
Κακοΐλιος
κακοκαρπία
κακοκέρδεια
κακοκερδής
κακοκλεής
κακόκνημος
κακόκρατος
κακοκρισία
κακολογέω
κακολογία
κακολογικός
κακολόγος
κακομαθής
κακομανέω
κακόμαντις
κακομαχέω
κακομέλετος
κακομετρέω
κακομέτρητος
κακομετρία
View word page
κακολογία
evil-speaking, reviling

ShortDef

evil-speaking, reviling

Debugging

Headword:
κακολογία
Headword (normalized):
κακολογία
Headword (normalized/stripped):
κακολογια
IDX:
44185
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44186
Key:

Data

{'content': 'evil-speaking, reviling'}