Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κακοικονόμος
κακοίλιος
Κακοΐλιος
κακοκαρπία
κακοκέρδεια
κακοκερδής
κακοκλεής
κακόκνημος
κακόκρατος
κακοκρισία
κακολογέω
κακολογία
κακολογικός
κακολόγος
κακομαθής
κακομανέω
κακόμαντις
κακομαχέω
κακομέλετος
κακομετρέω
κακομέτρητος
View word page
κακολογέω
to speak ill of, to revile, abuse
ShortDef
to speak ill of, to revile, abuse
Debugging
Headword:
κακολογέω
Headword (normalized):
κακολογέω
Headword (normalized/stripped):
κακολογεω
IDX:
44184
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44185
Key:
Data
{'content': 'to speak ill of, to revile, abuse'}