Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κακόθυμος
κακόθυτος
κακοικονόμος
κακοίλιος
Κακοΐλιος
κακοκαρπία
κακοκέρδεια
κακοκερδής
κακοκλεής
κακόκνημος
κακόκρατος
κακοκρισία
κακολογέω
κακολογία
κακολογικός
κακολόγος
κακομαθής
κακομανέω
κακόμαντις
κακομαχέω
κακομέλετος
View word page
κακόκρατος
badly tempered
ShortDef
badly tempered
Debugging
Headword:
κακόκρατος
Headword (normalized):
κακόκρατος
Headword (normalized/stripped):
κακοκρατος
IDX:
44182
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44183
Key:
Data
{'content': 'badly tempered'}