Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμβλυωπός
ἀμβλυώσσω
ἀμβλωθρίδιον
ἀμβλωθρίδιος
ἄμβλωμα
ἀμβλωπής
ἀμβλωπός
ἀμβλώσιμος
ἄμβλωσις
ἀμβλώσκω
ἀμβλωτήριον
ἀμβλωτικός
ἀμβοειδής
ἄμβολα
ἀμβολά
ἀμβολάδαν
ἀμβολάδην
ἀμβολαδίς
ἀμβολάς
ἀμβολιεργός
ἀμβολίη
View word page
ἀμβλωτήριον
instrument for causing abortion

ShortDef

instrument for causing abortion

Debugging

Headword:
ἀμβλωτήριον
Headword (normalized):
ἀμβλωτήριον
Headword (normalized/stripped):
αμβλωτηριον
IDX:
4417
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4418
Key:

Data

{'content': 'instrument for causing abortion'}