Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κακοθηνέω
κακοθιγία
κακόθροος
κακοθυμία
κακόθυμος
κακόθυτος
κακοικονόμος
κακοίλιος
Κακοΐλιος
κακοκαρπία
κακοκέρδεια
κακοκερδής
κακοκλεής
κακόκνημος
κακόκρατος
κακοκρισία
κακολογέω
κακολογία
κακολογικός
κακολόγος
κακομαθής
View word page
κακοκέρδεια
base love of gain

ShortDef

base love of gain

Debugging

Headword:
κακοκέρδεια
Headword (normalized):
κακοκέρδεια
Headword (normalized/stripped):
κακοκερδεια
IDX:
44178
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44179
Key:

Data

{'content': 'base love of gain'}