Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀμβλυωπία
ἀμβλυωπός
ἀμβλυώσσω
ἀμβλωθρίδιον
ἀμβλωθρίδιος
ἄμβλωμα
ἀμβλωπής
ἀμβλωπός
ἀμβλώσιμος
ἄμβλωσις
ἀμβλώσκω
ἀμβλωτήριον
ἀμβλωτικός
ἀμβοειδής
ἄμβολα
ἀμβολά
ἀμβολάδαν
ἀμβολάδην
ἀμβολαδίς
ἀμβολάς
ἀμβολιεργός
View word page
ἀμβλώσκω
to abort
ShortDef
to abort
Debugging
Headword:
ἀμβλώσκω
Headword (normalized):
ἀμβλώσκω
Headword (normalized/stripped):
αμβλωσκω
IDX:
4416
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4417
Key:
Data
{'content': 'to abort'}