Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κακοθανασία
κακοθάνατος
κακοθέλεια
κακοθελής
κακοθέλω
κακόθεος
κακοθεραπεία
κακοθέρειος
κακοθερής
κακοθημοσύνη
κακοθηνέω
κακοθιγία
κακόθροος
κακοθυμία
κακόθυμος
κακόθυτος
κακοικονόμος
κακοίλιος
Κακοΐλιος
κακοκαρπία
κακοκέρδεια
View word page
κακοθηνέω
to be in a bad state, to be weakly

ShortDef

to be in a bad state, to be weakly

Debugging

Headword:
κακοθηνέω
Headword (normalized):
κακοθηνέω
Headword (normalized/stripped):
κακοθηνεω
IDX:
44168
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44169
Key:

Data

{'content': 'to be in a bad state, to be weakly'}