Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμβλυωπής
ἀμβλυωπία
ἀμβλυωπός
ἀμβλυώσσω
ἀμβλωθρίδιον
ἀμβλωθρίδιος
ἄμβλωμα
ἀμβλωπής
ἀμβλωπός
ἀμβλώσιμος
ἄμβλωσις
ἀμβλώσκω
ἀμβλωτήριον
ἀμβλωτικός
ἀμβοειδής
ἄμβολα
ἀμβολά
ἀμβολάδαν
ἀμβολάδην
ἀμβολαδίς
ἀμβολάς
View word page
ἄμβλωσις
abortion

ShortDef

abortion

Debugging

Headword:
ἄμβλωσις
Headword (normalized):
ἄμβλωσις
Headword (normalized/stripped):
αμβλωσις
IDX:
4415
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4416
Key:

Data

{'content': 'abortion'}