Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κακοελκής
κακοέπεια
κακοεργέτις
κακοεργίη
κακοεργός
κακοζηλία
κακόζηλος
κακοζωΐα
κακοήθεια
κακοήθευμα
κακοηθεύομαι
κακοήθης
κακοηθιστέον
κακοηχής
κακοθαλπής
κακοθανασία
κακοθάνατος
κακοθέλεια
κακοθελής
κακοθέλω
κακόθεος
View word page
κακοηθεύομαι
act maliciously, play a scurvy trick

ShortDef

act maliciously, play a scurvy trick

Debugging

Headword:
κακοηθεύομαι
Headword (normalized):
κακοηθεύομαι
Headword (normalized/stripped):
κακοηθευομαι
IDX:
44153
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44154
Key:

Data

{'content': 'act maliciously, play a scurvy trick'}