Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμβλυωπέω
ἀμβλυωπής
ἀμβλυωπία
ἀμβλυωπός
ἀμβλυώσσω
ἀμβλωθρίδιον
ἀμβλωθρίδιος
ἄμβλωμα
ἀμβλωπής
ἀμβλωπός
ἀμβλώσιμος
ἄμβλωσις
ἀμβλώσκω
ἀμβλωτήριον
ἀμβλωτικός
ἀμβοειδής
ἄμβολα
ἀμβολά
ἀμβολάδαν
ἀμβολάδην
ἀμβολαδίς
View word page
ἀμβλώσιμος
belonging to abortion

ShortDef

belonging to abortion

Debugging

Headword:
ἀμβλώσιμος
Headword (normalized):
ἀμβλώσιμος
Headword (normalized/stripped):
αμβλωσιμος
IDX:
4414
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4415
Key:

Data

{'content': 'belonging to abortion'}