Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κακόδοξος
κακοδουλία
κακόδουλος
κακοειδής
κακοειμονία
κακοείμων
κακοελκής
κακοέπεια
κακοεργέτις
κακοεργίη
κακοεργός
κακοζηλία
κακόζηλος
κακοζωΐα
κακοήθεια
κακοήθευμα
κακοηθεύομαι
κακοήθης
κακοηθιστέον
κακοηχής
κακοθαλπής
View word page
κακοεργός
evil - doing, rascally

ShortDef

evil - doing, rascally

Debugging

Headword:
κακοεργός
Headword (normalized):
κακοεργός
Headword (normalized/stripped):
κακοεργος
IDX:
44147
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44148
Key:

Data

{'content': 'evil - doing, rascally'}