Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κακοδοξέω
κακοδοξία
κακόδοξος
κακοδουλία
κακόδουλος
κακοειδής
κακοειμονία
κακοείμων
κακοελκής
κακοέπεια
κακοεργέτις
κακοεργίη
κακοεργός
κακοζηλία
κακόζηλος
κακοζωΐα
κακοήθεια
κακοήθευμα
κακοηθεύομαι
κακοήθης
κακοηθιστέον
View word page
κακοεργέτις
evil-doing

ShortDef

evil-doing

Debugging

Headword:
κακοεργέτις
Headword (normalized):
κακοεργέτις
Headword (normalized/stripped):
κακοεργετις
IDX:
44145
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44146
Key:

Data

{'content': 'evil-doing'}