Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κακοδιδασκαλέω
κακοδικία
κακοδοξέω
κακοδοξία
κακόδοξος
κακοδουλία
κακόδουλος
κακοειδής
κακοειμονία
κακοείμων
κακοελκής
κακοέπεια
κακοεργέτις
κακοεργίη
κακοεργός
κακοζηλία
κακόζηλος
κακοζωΐα
κακοήθεια
κακοήθευμα
κακοηθεύομαι
View word page
κακοελκής
badly festering

ShortDef

badly festering

Debugging

Headword:
κακοελκής
Headword (normalized):
κακοελκής
Headword (normalized/stripped):
κακοελκης
IDX:
44143
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44144
Key:

Data

{'content': 'badly festering'}