Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀμβλυωγμός
ἀμβλυωπέω
ἀμβλυωπής
ἀμβλυωπία
ἀμβλυωπός
ἀμβλυώσσω
ἀμβλωθρίδιον
ἀμβλωθρίδιος
ἄμβλωμα
ἀμβλωπής
ἀμβλωπός
ἀμβλώσιμος
ἄμβλωσις
ἀμβλώσκω
ἀμβλωτήριον
ἀμβλωτικός
ἀμβοειδής
ἄμβολα
ἀμβολά
ἀμβολάδαν
ἀμβολάδην
View word page
ἀμβλωπός
bedimmed, dark
ShortDef
bedimmed, dark
Debugging
Headword:
ἀμβλωπός
Headword (normalized):
ἀμβλωπός
Headword (normalized/stripped):
αμβλωπος
IDX:
4413
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4414
Key:
Data
{'content': 'bedimmed, dark'}