Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κακοδαιμονίζω
κακοδαιμονικός
κακοδαιμονιστής
κακοδαίμων
κακοδάκρυτος
κακόδερμος
κακοδήνης
κακοδιαιτησία
κακοδιδασκαλέω
κακοδικία
κακοδοξέω
κακοδοξία
κακόδοξος
κακοδουλία
κακόδουλος
κακοειδής
κακοειμονία
κακοείμων
κακοελκής
κακοέπεια
κακοεργέτις
View word page
κακοδοξέω
to be in bad repute

ShortDef

to be in bad repute

Debugging

Headword:
κακοδοξέω
Headword (normalized):
κακοδοξέω
Headword (normalized/stripped):
κακοδοξεω
IDX:
44135
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44136
Key:

Data

{'content': 'to be in bad repute'}