Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κακογύναιος
κακοδαιμονάω
κακοδαιμονέω
κακοδαιμόνημα
κακοδαιμονία
κακοδαιμονίζω
κακοδαιμονικός
κακοδαιμονιστής
κακοδαίμων
κακοδάκρυτος
κακόδερμος
κακοδήνης
κακοδιαιτησία
κακοδιδασκαλέω
κακοδικία
κακοδοξέω
κακοδοξία
κακόδοξος
κακοδουλία
κακόδουλος
κακοειδής
View word page
κακόδερμος
with a bad skin
ShortDef
with a bad skin
Debugging
Headword:
κακόδερμος
Headword (normalized):
κακόδερμος
Headword (normalized/stripped):
κακοδερμος
IDX:
44130
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44131
Key:
Data
{'content': 'with a bad skin'}