Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμβλυχειλής
ἀμβλυωγμός
ἀμβλυωπέω
ἀμβλυωπής
ἀμβλυωπία
ἀμβλυωπός
ἀμβλυώσσω
ἀμβλωθρίδιον
ἀμβλωθρίδιος
ἄμβλωμα
ἀμβλωπής
ἀμβλωπός
ἀμβλώσιμος
ἄμβλωσις
ἀμβλώσκω
ἀμβλωτήριον
ἀμβλωτικός
ἀμβοειδής
ἄμβολα
ἀμβολά
ἀμβολάδαν
View word page
ἀμβλωπής
abortive

ShortDef

abortive

Debugging

Headword:
ἀμβλωπής
Headword (normalized):
ἀμβλωπής
Headword (normalized/stripped):
αμβλωπης
IDX:
4412
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4413
Key:

Data

{'content': 'abortive'}