Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κακογονία
κακόγονος
κακόγραφος
κακογύναιος
κακοδαιμονάω
κακοδαιμονέω
κακοδαιμόνημα
κακοδαιμονία
κακοδαιμονίζω
κακοδαιμονικός
κακοδαιμονιστής
κακοδαίμων
κακοδάκρυτος
κακόδερμος
κακοδήνης
κακοδιαιτησία
κακοδιδασκαλέω
κακοδικία
κακοδοξέω
κακοδοξία
κακόδοξος
View word page
κακοδαιμονιστής
worshipper of the κακὸς δαίμων
ShortDef
worshipper of the κακὸς δαίμων
Debugging
Headword:
κακοδαιμονιστής
Headword (normalized):
κακοδαιμονιστής
Headword (normalized/stripped):
κακοδαιμονιστης
IDX:
44127
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44128
Key:
Data
{'content': 'worshipper of the κακὸς δαίμων'}