Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κακογνώμων
κακογονία
κακόγονος
κακόγραφος
κακογύναιος
κακοδαιμονάω
κακοδαιμονέω
κακοδαιμόνημα
κακοδαιμονία
κακοδαιμονίζω
κακοδαιμονικός
κακοδαιμονιστής
κακοδαίμων
κακοδάκρυτος
κακόδερμος
κακοδήνης
κακοδιαιτησία
κακοδιδασκαλέω
κακοδικία
κακοδοξέω
κακοδοξία
View word page
κακοδαιμονικός
bringing unhappiness

ShortDef

bringing unhappiness

Debugging

Headword:
κακοδαιμονικός
Headword (normalized):
κακοδαιμονικός
Headword (normalized/stripped):
κακοδαιμονικος
IDX:
44126
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44127
Key:

Data

{'content': 'bringing unhappiness'}