Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κακογνωμονέω
κακογνώμων
κακογονία
κακόγονος
κακόγραφος
κακογύναιος
κακοδαιμονάω
κακοδαιμονέω
κακοδαιμόνημα
κακοδαιμονία
κακοδαιμονίζω
κακοδαιμονικός
κακοδαιμονιστής
κακοδαίμων
κακοδάκρυτος
κακόδερμος
κακοδήνης
κακοδιαιτησία
κακοδιδασκαλέω
κακοδικία
κακοδοξέω
View word page
κακοδαιμονίζω
deem unhappy

ShortDef

deem unhappy

Debugging

Headword:
κακοδαιμονίζω
Headword (normalized):
κακοδαιμονίζω
Headword (normalized/stripped):
κακοδαιμονιζω
IDX:
44125
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44126
Key:

Data

{'content': 'deem unhappy'}