Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κακόγλωσσος
κακογνωμονέω
κακογνώμων
κακογονία
κακόγονος
κακόγραφος
κακογύναιος
κακοδαιμονάω
κακοδαιμονέω
κακοδαιμόνημα
κακοδαιμονία
κακοδαιμονίζω
κακοδαιμονικός
κακοδαιμονιστής
κακοδαίμων
κακοδάκρυτος
κακόδερμος
κακοδήνης
κακοδιαιτησία
κακοδιδασκαλέω
κακοδικία
View word page
κακοδαιμονία
unhappiness, misfortune

ShortDef

unhappiness, misfortune

Debugging

Headword:
κακοδαιμονία
Headword (normalized):
κακοδαιμονία
Headword (normalized/stripped):
κακοδαιμονια
IDX:
44124
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44125
Key:

Data

{'content': 'unhappiness, misfortune'}