Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κακογήρως
κακογλωσσία
κακόγλωσσος
κακογνωμονέω
κακογνώμων
κακογονία
κακόγονος
κακόγραφος
κακογύναιος
κακοδαιμονάω
κακοδαιμονέω
κακοδαιμόνημα
κακοδαιμονία
κακοδαιμονίζω
κακοδαιμονικός
κακοδαιμονιστής
κακοδαίμων
κακοδάκρυτος
κακόδερμος
κακοδήνης
κακοδιαιτησία
View word page
κακοδαιμονέω
to be unfortunate

ShortDef

to be unfortunate

Debugging

Headword:
κακοδαιμονέω
Headword (normalized):
κακοδαιμονέω
Headword (normalized/stripped):
κακοδαιμονεω
IDX:
44122
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44123
Key:

Data

{'content': 'to be unfortunate'}