Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κακογένειος
κακογενής
κακογήρως
κακογλωσσία
κακόγλωσσος
κακογνωμονέω
κακογνώμων
κακογονία
κακόγονος
κακόγραφος
κακογύναιος
κακοδαιμονάω
κακοδαιμονέω
κακοδαιμόνημα
κακοδαιμονία
κακοδαιμονίζω
κακοδαιμονικός
κακοδαιμονιστής
κακοδαίμων
κακοδάκρυτος
κακόδερμος
View word page
κακογύναιος
bringing ills to women

ShortDef

bringing ills to women

Debugging

Headword:
κακογύναιος
Headword (normalized):
κακογύναιος
Headword (normalized/stripped):
κακογυναιος
IDX:
44120
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44121
Key:

Data

{'content': 'bringing ills to women'}