Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀμβλύτης
ἀμβλυχειλής
ἀμβλυωγμός
ἀμβλυωπέω
ἀμβλυωπής
ἀμβλυωπία
ἀμβλυωπός
ἀμβλυώσσω
ἀμβλωθρίδιον
ἀμβλωθρίδιος
ἄμβλωμα
ἀμβλωπής
ἀμβλωπός
ἀμβλώσιμος
ἄμβλωσις
ἀμβλώσκω
ἀμβλωτήριον
ἀμβλωτικός
ἀμβοειδής
ἄμβολα
ἀμβολά
View word page
ἄμβλωμα
abortion
ShortDef
abortion
Debugging
Headword:
ἄμβλωμα
Headword (normalized):
ἄμβλωμα
Headword (normalized/stripped):
αμβλωμα
IDX:
4411
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4412
Key:
Data
{'content': 'abortion'}