Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κακόγαμος
κακογείτων
κακογένειος
κακογενής
κακογήρως
κακογλωσσία
κακόγλωσσος
κακογνωμονέω
κακογνώμων
κακογονία
κακόγονος
κακόγραφος
κακογύναιος
κακοδαιμονάω
κακοδαιμονέω
κακοδαιμόνημα
κακοδαιμονία
κακοδαιμονίζω
κακοδαιμονικός
κακοδαιμονιστής
κακοδαίμων
View word page
κακόγονος
born to ill

ShortDef

born to ill

Debugging

Headword:
κακόγονος
Headword (normalized):
κακόγονος
Headword (normalized/stripped):
κακογονος
IDX:
44118
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44119
Key:

Data

{'content': 'born to ill'}