Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κακόβουλος
κακόγαμβρος
κακογαμία
κακογαμίου
κακόγαμος
κακογείτων
κακογένειος
κακογενής
κακογήρως
κακογλωσσία
κακόγλωσσος
κακογνωμονέω
κακογνώμων
κακογονία
κακόγονος
κακόγραφος
κακογύναιος
κακοδαιμονάω
κακοδαιμονέω
κακοδαιμόνημα
κακοδαιμονία
View word page
κακόγλωσσος
ill-tongued

ShortDef

ill-tongued

Debugging

Headword:
κακόγλωσσος
Headword (normalized):
κακόγλωσσος
Headword (normalized/stripped):
κακογλωσσος
IDX:
44114
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44115
Key:

Data

{'content': 'ill-tongued'}