Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κακοβουλεύομαι
κακοβουλία
κακόβουλος
κακόγαμβρος
κακογαμία
κακογαμίου
κακόγαμος
κακογείτων
κακογένειος
κακογενής
κακογήρως
κακογλωσσία
κακόγλωσσος
κακογνωμονέω
κακογνώμων
κακογονία
κακόγονος
κακόγραφος
κακογύναιος
κακοδαιμονάω
κακοδαιμονέω
View word page
κακογήρως
unlucky in old age

ShortDef

unlucky in old age

Debugging

Headword:
κακογήρως
Headword (normalized):
κακογήρως
Headword (normalized/stripped):
κακογηρως
IDX:
44112
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44113
Key:

Data

{'content': 'unlucky in old age'}